ξυλοφορώ

ξυλοφορώ
ξυλοφορῶ, -έω (Α) [ξυλοφόρος]
1. (για δούλο ή ημίονο) μεταφέρω ξύλα («ἡμίονον κατέλιπε ξυλοφοροῡντα», Στράβ.)
2. κρατώ ράβδο, όπως οι κυνικοί φιλόσοφοι
3. παράγω ξυλεία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”